- σωτηριακόν
- σωτηρ-ιᾰκόν· τὸ εἰς ἐκφορὰν νεκροῦ διδόμενον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωτηριακόν — τὸ, Α [σωτηρία] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰς ἐκφορὰν νεκροῡ διδόμενον» … Dictionary of Greek